μαλακισμένος

μαλακισμένος
-η, -ο
1. αυτός που αυνανίζεται.
2. ο βλάκας, ο αποβλακωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… …   Dictionary of Greek

  • μαλακίζομαι — μαλακίζομαι, μαλακίστηκα, μαλακισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαλάκας — ο 1. αυτός που αυνανίζεται. 2. μτφ., ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο μαλακισμένος: Μάλωσα με κάποιους μαλάκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλακίζομαι — μαλακίστηκα, μαλακισμένος, αυνανίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”